σπαραγμός

σπαραγμός
ο
1. κατασπάραξη.
2. βαθιά θλίψη, πόνος ψυχικός: Ένιωσε σπαραγμό μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπαραγμός — tearing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμός — ο, ΝΜΑ [σπαράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω, σπάραγμα νεοελλ. βαθιά θλίψη, συντριβή αρχ. 1. σπασμός 2. αγωνία …   Dictionary of Greek

  • σπαραγμοῖς — σπαραγμός tearing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμοί — σπαραγμός tearing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμοῦ — σπαραγμός tearing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμούς — σπαραγμός tearing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμῶν — σπαραγμός tearing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμῷ — σπαραγμός tearing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμόν — σπαραγμός tearing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sparagmos — (Greek: σπαραγμός) refers to an ancient Dionysian ritual in which a living animal, or sometimes even a human being, would be sacrificed by being dismembered, by the tearing apart of limbs from the body. Sparagmos was frequently followed by… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”